- παίω
- παίω και βοιωτ. τ. πήω (Α)1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.)2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.)3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς πολεμίους παίοντες ἀμηχανεῑν», Ξεν.)4. διώχνω («παῑε, παῑ,... τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)5. συνευρίσκομαι ερωτικά6. συγκρούομαι με κάτι («πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο», Ξεν.)7. καταβροχθίζω8. μτφ. α) (για λόγο) πληγώνω («ἐς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῑς ῥήμασι», Αριστοφ.)β) (σχετικά με τη δίψα) καταπαύω, σβήνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. παίω προέρχεται από έναν αμάρτυρο τ. *παFίω (πρβλ. καίω < *καFyω) και συνδέεται με το λατ. pavio «χτυπώ». Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, οι αρχικοί τ. τού μέλλ. και αορ. πρέπει να ήταν: παύσω και ἔπαυσα, από τους οποίους στη συνέχεια προήλθε το ρ. παύω*, ενώ οι τ. παίσω, ἔπαισα θεωρούνται μτγν. Η άποψη ότι το ρ. παίω προέρχεται από αμάρτυρο τ. *παίσω και συνδέεται με το λατ. pinso «κόπτω, σπάζω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, αμφβλ. παραμένει η σύνδεση τού ρ. παίω με τις λ. παιάν* και πταίω].
Dictionary of Greek. 2013.